- πεπτική
- πεπτικόςable to digestfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπτικῇ — πεπτικός able to digest fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
αμία — (amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά … Dictionary of Greek
γαστρίνη — η πεπτική ορμόνη που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τού στομάχου και τού δωδεκαδάκτυλου … Dictionary of Greek
δυσχεσία — και δυσχεζία, η πεπτική διαταραχή που προκαλεί πολλές καθημερινές κενώσεις μικρής ποσότητας κοπράνων … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
παγκρεατοζυμίνη — η (βιοχ.) πεπτική ορμόνη που απελευθερώνεται, μαζί με την εκκριματίνη, από τον βλεννογόνο τού δωδεκαδακτύλου όταν η τροφή διέλθει από τον πυλωρό, αλλ. χολοκυστοκινίνη … Dictionary of Greek
παπάγια — (καρική η παπάια). Φυτό της οικογένειας των καρικιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Μεξικού, που καλλιεργείται πολύ στις τροπικές περιοχές. Είναι δέντρο μάλλον ψηλό, με κορμό άκλωνο και φύλλα παλαμοσχιδή, μακρόμισχα· οι εδώδιμοι καρποί του είναι… … Dictionary of Greek
σακχαρίνη — Οργανική ένωση που έχει τον τύπο C6H4COSO2NH· είναι το κυκλικό ιμμίδιο του ορθοσουλφοβενζοϊκού οξέος. Είναι ουσία λευκή κρυσταλλική, λίγο διαλυτή στο ψυχρό ύδωρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται υπό μορφή νατριούχου άλατος που είναι διαλυτό στο νερό.… … Dictionary of Greek
σεκρετίνη — η, Ν βιολ. πολυπεπτιδική πεπτική ορμόνη που εκκρίνεται από τα τοιχώματα τού δωδεκαδακτυλικού βλεννογόνου, όταν αυτός έρχεται σε επαφή με όξινο γαστρικό υγρό, και η οποία προωθεί την έκκριση χολής στο ήπαρ και προκαλεί την απελευθέρωση υγρού και… … Dictionary of Greek